- βουθόρος
- βου-θόρος, ον,A vaccas iniens,
ταῦρος A.Supp.301
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῦρος A.Supp.301
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] … Dictionary of Greek
βουθόρῳ — βουθόρος vaccas iniens masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούθοροι — βουθόρος vaccas iniens masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek